Greek Meaning of mercable
εμπορεύσιμο
Other Greek words related to εμπορεύσιμο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of mercable
- mercalli scale => Κλίμακα Μερκάλι
- mercantile => εμπορικός
- mercantile agency => Εμπορικός οργανισμός
- mercantile establishment => εμπορική εγκατάσταση
- mercantile law => Εμπορικό δίκαιο
- mercantile system => Εμπορικό σύστημα
- mercantilism => εμπορικισμός
- mercaptal => Μερκαπτάλη
- mercaptan => Μερκαπτάνη
- mercaptide => Θειόλη
Definitions and Meaning of mercable in English
mercable (a.)
Capable of being bought or sold.
FAQs About the word mercable
εμπορεύσιμο
Capable of being bought or sold.
No synonyms found.
No antonyms found.
merbromine => Μερβρωμίνη, meralgia => μηραλγία, meracious => θολο, meq => me, meprobamate => μεπροβαμάτη,