Greek Meaning of meracious
θολο
Other Greek words related to θολο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of meracious
- meralgia => μηραλγία
- merbromine => Μερβρωμίνη
- mercable => εμπορεύσιμο
- mercalli scale => Κλίμακα Μερκάλι
- mercantile => εμπορικός
- mercantile agency => Εμπορικός οργανισμός
- mercantile establishment => εμπορική εγκατάσταση
- mercantile law => Εμπορικό δίκαιο
- mercantile system => Εμπορικό σύστημα
- mercantilism => εμπορικισμός
Definitions and Meaning of meracious in English
meracious (a.)
Being without mixture or adulteration; hence, strong; racy.
FAQs About the word meracious
θολο
Being without mixture or adulteration; hence, strong; racy.
No synonyms found.
No antonyms found.
meq => me, meprobamate => μεπροβαμάτη, meprin => μεπρίνη, mephobarbital => Mεφοβαρβιτάλη, mephitism => μηφίτιδα,