Greek Meaning of mental health
ψυχική υγεία
Other Greek words related to ψυχική υγεία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of mental health
- mental faculty => πνευματική ικανότητα
- mental exhaustion => ψυχική εξάντληση
- mental energy => Η διανοητική ενέργεια
- mental disturbance => ψυχική διαταραχή
- mental disorder => ψυχική διαταραχή
- mental disease => Ψυχική ασθένεια
- mental dexterity => Πνευματική επιδεξιότητα
- mental deficiency => Διανοητική υστέρηση
- mental defectiveness => νοητική υστέρηση
- mental confusion => Ψυχική σύγχυση
- mental home => Ψυχιατρικό νοσοκομείο
- mental hospital => Ψυχιατρικό νοσοκομείο
- mental hygiene => Ψυχική υγιεινή
- mental illness => Ψυχική ασθένεια
- mental image => Εικόνα στο νου
- mental imagery => Εικόνες του νου
- mental institution => Ψυχιατρική κλινική
- mental lexicon => Διανοητικό λεξικό
- mental measurement => Διανοητική μέτρηση
- mental note => ψυχική σημείωση
Definitions and Meaning of mental health in English
mental health (n)
the psychological state of someone who is functioning at a satisfactory level of emotional and behavioral adjustment
FAQs About the word mental health
ψυχική υγεία
the psychological state of someone who is functioning at a satisfactory level of emotional and behavioral adjustment
No synonyms found.
No antonyms found.
mental faculty => πνευματική ικανότητα, mental exhaustion => ψυχική εξάντληση, mental energy => Η διανοητική ενέργεια, mental disturbance => ψυχική διαταραχή, mental disorder => ψυχική διαταραχή,