Greek Meaning of mental defectiveness
νοητική υστέρηση
Other Greek words related to νοητική υστέρηση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of mental defectiveness
- mental confusion => Ψυχική σύγχυση
- mental condition => ψυχική κατάσταση
- mental case => τρελός
- mental capacity => πνευματική ικανότητα
- mental block => νοητικό μπλοκ
- mental balance => Ψυχική ισορροπία
- mental attitude => στάση
- mental anguish => ψυχική αγωνία
- mental age => νοητική ηλικία
- mental abnormality => ψυχική ανωμαλία
- mental deficiency => Διανοητική υστέρηση
- mental dexterity => Πνευματική επιδεξιότητα
- mental disease => Ψυχική ασθένεια
- mental disorder => ψυχική διαταραχή
- mental disturbance => ψυχική διαταραχή
- mental energy => Η διανοητική ενέργεια
- mental exhaustion => ψυχική εξάντληση
- mental faculty => πνευματική ικανότητα
- mental health => ψυχική υγεία
- mental home => Ψυχιατρικό νοσοκομείο
Definitions and Meaning of mental defectiveness in English
mental defectiveness (n)
retardation sufficient to fall outside the normal range of intelligence
FAQs About the word mental defectiveness
νοητική υστέρηση
retardation sufficient to fall outside the normal range of intelligence
No synonyms found.
No antonyms found.
mental confusion => Ψυχική σύγχυση, mental condition => ψυχική κατάσταση, mental case => τρελός, mental capacity => πνευματική ικανότητα, mental block => νοητικό μπλοκ,