FAQs About the word melancholian

μελαγχολικός

A person affected with melancholy; a melancholic.

No synonyms found.

No antonyms found.

melancholiac => μελαγχολικός, melancholia => Μελαγχολία, melanagogue => Φάρμακο που προκαλεί μαύρες κενώσεις, melanaemia => Μελαναιμία, melampyrin => Μελαμπυρίνη,