Greek Meaning of magistratical
δικαστικός
Other Greek words related to δικαστικός
Nearest Words of magistratical
Definitions and Meaning of magistratical in English
magistratical (a.)
Of, pertaining to, or proceeding from, a magistrate; having the authority of a magistrate.
FAQs About the word magistratical
δικαστικός
Of, pertaining to, or proceeding from, a magistrate; having the authority of a magistrate.
Κριτής,παγκάκι,νομικός,Δικαιοσύνη,διαιτητής,ελεγκτής,ράμφος,Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου,Περιφερειακός δικαστής,Νομομαθής
No antonyms found.
magistratic => δικαστικό, magistrate => δικαστής, magistrally => άριστα, magistrality => δικαστική εξουσία, magistral => επιβλητικός,