Greek Meaning of macroeconomics
Μακροοικονομία
Other Greek words related to Μακροοικονομία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of macroeconomics
- macroeconomic expert => Ειδικός σε θέματα μακροοικονομίας
- macroeconomic => μακροοικονομικός
- macrodont => Μακρόδοντας
- macrodome => Μακρογόνατο
- macrodiagonal => Μακροδιαγώνιος
- macrodantin => Μακροδαντίνη
- macrodactylus subspinosus => Macrodactylus subspinosus
- macrodactylus => μακροδάκτυλος
- macrodactylous => μακροδακτυλία
- macrodactylic => Μεγαλοδακτυλία
Definitions and Meaning of macroeconomics in English
macroeconomics (n)
the branch of economics that studies the overall working of a national economy
FAQs About the word macroeconomics
Μακροοικονομία
the branch of economics that studies the overall working of a national economy
No synonyms found.
No antonyms found.
macroeconomic expert => Ειδικός σε θέματα μακροοικονομίας, macroeconomic => μακροοικονομικός, macrodont => Μακρόδοντας, macrodome => Μακρογόνατο, macrodiagonal => Μακροδιαγώνιος,