Greek Meaning of lording
δεσπόζον
Other Greek words related to δεσπόζον
Nearest Words of lording
- lorded => Κυρίαρχος
- lord todd => Λόρδος Τοντ
- lord rayleigh => Λόρδος Ρέιλι
- lord privy seal => Λόρδος Φύλακας της Μυστικής Σφραγίδας
- lord of misrule => Άρχοντας της ακολασίας
- lord nelson => Λόρδος Νέλσον
- lord macaulay => Λόρδος Μακόλεϊ
- lord it over => κυριαρχεί κάποιον
- lord high chancellor => Λόρδος καγκελάριος
- lord george gordon byron => λόρδος Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον
Definitions and Meaning of lording in English
lording (p. pr. & vb. n.)
of Lord
lording (n.)
The son of a lord; a person of noble lineage.
A little lord; a lordling; a lord, in contempt or ridicule.
FAQs About the word lording
δεσπόζον
of Lord, The son of a lord; a person of noble lineage., A little lord; a lordling; a lord, in contempt or ridicule.
κόβω,προστατεύω,βασίλισσα (υπερβολικό),υποτιμώ,συγκαταβαίνω,Ψυχρή ανταπόκριση,χαι-χατ,ελαφρύ,αγνοώ
No antonyms found.
lorded => Κυρίαρχος, lord todd => Λόρδος Τοντ, lord rayleigh => Λόρδος Ρέιλι, lord privy seal => Λόρδος Φύλακας της Μυστικής Σφραγίδας, lord of misrule => Άρχοντας της ακολασίας,