FAQs About the word lording

δεσπόζον

of Lord, The son of a lord; a person of noble lineage., A little lord; a lordling; a lord, in contempt or ridicule.

κόβω,προστατεύω,βασίλισσα (υπερβολικό),υποτιμώ,συγκαταβαίνω,Ψυχρή ανταπόκριση,χαι-χατ,ελαφρύ,αγνοώ

No antonyms found.

lorded => Κυρίαρχος, lord todd => Λόρδος Τοντ, lord rayleigh => Λόρδος Ρέιλι, lord privy seal => Λόρδος Φύλακας της Μυστικής Σφραγίδας, lord of misrule => Άρχοντας της ακολασίας,