FAQs About the word loper

αποδέκτης

One who, or that which, lopes; esp., a horse that lopes., A swivel at one end of a ropewalk, used in laying the strands.

αναπήδηση,Λυκίσκος,παραβλέπω,δεμένος,πήδα,άλμα,τραντάζομαι,άτακτο παιχνίδι,ταξίδι,κάππαρη

ξύλο,Βαδίζω,ποδοπατώ

lopeman => Δεν υπάρχει μετάφραση, loped => καλπάζει, lop-eared => λαπτούτης, lopeared => γαϊδουροαυτιά, lope felix de vega carpio => Λόπε Φέλιξ ντε Βέγα Καρπίο,