FAQs About the word locomote

κινείται

change location; move, travel, or proceed, also metaphorically

κινώ,μετατόπιση,σπασμός,προϋπολογισμός,στριφογυρίζω,στριφογυρίζω,ανακατεύω,κουνηθείτε,σπαρταρώ,βιολί

παγώνω,μένω,μένω,σταθεροποιώ,ακόμα,καθυστερώ,αραιώνω ,μείνω

locoism => τρέλα, locoing => τρελός, locofoco => locofoco, locoed => τρελός, loco disease => Τρελή αγελάδας,