Greek Meaning of line of credit
Πιστωτικό όριο
Other Greek words related to Πιστωτικό όριο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of line of credit
- line of control => γραμμή ελέγχου
- line of business => τμήμα επιχειρήσεων
- line of battle => Γραμμή μάχης
- line management => Διαχείριση γραμμής
- line judge => Δικαστής γραμμής
- line item => Στοιχείο γραμμής
- line feed => Αλλαγή γραμμής
- line engraving => Χαλκογραφία
- line drive => γραμμή κίνησης
- line drawing => Γραμμικό σχέδιο
- line of defence => Γραμμή άμυνας
- line of defense => γραμμή άμυνας
- line of descent => Γραμμή καταγωγής
- line of destiny => γραμμή μοίρας
- line of duty => γραμμή του καθήκοντος
- line of fate => Γραμμή της μοίρας
- line of fire => Γραμμή πυρός
- line of flight => γραμμή διαφυγής
- line of force => Γραμμή δύναμης
- line of gab => Γραμμή κουβέντας
Definitions and Meaning of line of credit in English
line of credit (n)
the maximum credit that a customer is allowed
FAQs About the word line of credit
Πιστωτικό όριο
the maximum credit that a customer is allowed
No synonyms found.
No antonyms found.
line of control => γραμμή ελέγχου, line of business => τμήμα επιχειρήσεων, line of battle => Γραμμή μάχης, line management => Διαχείριση γραμμής, line judge => Δικαστής γραμμής,