Greek Meaning of limey

λαιμ

Other Greek words related to λαιμ

Definitions and Meaning of limey in English

Wordnet

limey (n)

a man of English descent

FAQs About the word limey

λαιμ

a man of English descent

στίφτης λάιμ,Μπούλης,Αλάτι,ικανός ναύτης,ικανός ναύτης,πηδαλιούχος,Μέλος του πληρώματος,Καμπινιέρης,φάτσα,γενναιόδωρος

No antonyms found.

limewater => ασβεστόνερο, lime-twigged => αλειμμένο με ασβέστη, limestone salamander => Ασβεστόβιος σαλαμάνδρα, limestone fern => Άσπλενος ο ασβεστόφιλος, limestone => Ασβεστόλιθος,