Greek Meaning of lead arsenate
Αρσενικός μόλυβδος
Other Greek words related to Αρσενικός μόλυβδος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of lead arsenate
- lead astray => παραπλανάω
- lead bank => Τράπεζα ηγέτης
- lead by the nose => τραβάω κάποιον από τη μύτη
- lead carbonate => ανθρακικό μόλυβδο
- lead chromate => Χρωμικό μόλυβδο
- lead colic => Μολυβδιακός κολικός
- lead glass => Μολυβδούχο γυαλί
- lead line => μολυβοβάρης
- lead off => ηγούμαι
- lead on => Πήγαινε μπροστά
Definitions and Meaning of lead arsenate in English
lead arsenate (n)
a poisonous white solid (Pb3[AsO4]2) used as an insecticide
FAQs About the word lead arsenate
Αρσενικός μόλυβδος
a poisonous white solid (Pb3[AsO4]2) used as an insecticide
No synonyms found.
No antonyms found.
lead acetate => οξικός μόλυβδος, lead => μόλυβδος, leacock => Λίκοκ, leachy => διαρρέων, leaching => έκπλυση,