Greek Meaning of laurone
λαυρώνη
Other Greek words related to λαυρώνη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of laurone
- laurus => Δάφνη
- laurus nobilis => Δάφνη η ευγενής
- lauryl alcohol => Αλκοόλη λαυρυλίου
- laus => Λάος
- lausanne => Λωζάνη
- lautaro faction of the united popular action movement => Η παράταξη Lautaro του Ενωμένου Λαϊκού Κινήματος
- lautaro popular rebel forces => Λαϊκοί αντάρτες του Λαουτάρο
- lautaro youth movement => Κίνημα νεολαίας Λαουτάρο
- lautverschiebung => ηχητική μετατόπιση
- lav => πλύσιμο ρούχων
Definitions and Meaning of laurone in English
laurone (n.)
The ketone of lauric acid.
FAQs About the word laurone
λαυρώνη
The ketone of lauric acid.
No synonyms found.
No antonyms found.
lauritz melchior => Λάουριτς Μελχιόρ, lauritz lebrecht hommel melchior => Λάουριτς Λεμπρεχτ Χόμελ Μέλχιορ, laurite => Λαυρίτης, lauriol => λαυριόλη, laurin => λαουρίνη,