FAQs About the word lactate

γαλακτικό

a salt or ester of lactic acid, give suck toA salt of lactic acid.

No synonyms found.

No antonyms found.

lactase deficiency => Δυσανεξία στη λακτόζη, lactase => Λακτάση, lactary => γαλακτικός, lactarius delicioso => Κοκκινόρουσος, lactarius => Ρουσούλι,