FAQs About the word jurisprudent

νομικός

Understanding law; skilled in jurisprudence., One skilled in law or jurisprudence.

ελεγκτής,Νομομαθής,Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου,Περιφερειακός δικαστής,Κριτής,νομικός,δικαστής,κύριος,παγκάκι,Δικαιοσύνη

No antonyms found.

jurisprudence => Νομολογία, jurisdictive => δικαιοδοτικός, jurisdictional => δικαιοδοτικός, jurisdiction => Δικαιοδοσία, jurisconsult => Νομομαθής,