Greek Meaning of jurisprudent
νομικός
Other Greek words related to νομικός
Nearest Words of jurisprudent
Definitions and Meaning of jurisprudent in English
jurisprudent (a.)
Understanding law; skilled in jurisprudence.
jurisprudent (n.)
One skilled in law or jurisprudence.
FAQs About the word jurisprudent
νομικός
Understanding law; skilled in jurisprudence., One skilled in law or jurisprudence.
ελεγκτής,Νομομαθής,Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου,Περιφερειακός δικαστής,Κριτής,νομικός,δικαστής,κύριος,παγκάκι,Δικαιοσύνη
No antonyms found.
jurisprudence => Νομολογία, jurisdictive => δικαιοδοτικός, jurisdictional => δικαιοδοτικός, jurisdiction => Δικαιοδοσία, jurisconsult => Νομομαθής,