FAQs About the word junketing

γλεντοκόπι

taking an excursion for pleasureof Junket, A feast or entertainment; a revel.

συμπόσιο,τραπεζαρία,γιορτή,σίτιση,τιμητικός,διασκεδαστικό,Επιβίβαση,catering,αναγνωρίζοντας,γιορτάζοντας

No antonyms found.

junketeer => Εκδρομέας, junketed => ταξίδεψε, junket => υπηρεσιακό ταξίδι, junkers => Junkers, junkerism => σιδερικά,