FAQs About the word judicially

δικαστικά

as ordered by a court, in a judicial mannerIn a judicial capacity or judicial manner.

No synonyms found.

No antonyms found.

judicial writ => Δικαστική εντολή, judicial torture => Δικαστικά βασανιστήρια, judicial system => δικαστικό σύστημα, judicial separation => Δικαστική διάσταση, judicial sale => Δικαστικός πλειστηριασμός,