Greek Meaning of interviewing
συνέντευξη
Other Greek words related to συνέντευξη
Nearest Words of interviewing
- interviewer => συνεντευξιαστής
- interviewee => ο ερωτώμενος
- interview => συνέντευξη
- intervertebral vein => φλέβα μεσοσπονδύλου
- intervertebral disk => Μεσοσπονδύλιος δίσκος
- intervertebral disc => Δίσκος μεσοσπονδύλιος
- intervertebral => μεσοσπονδύλιος
- intervert => εσωστρεφής
- intervenue => παρεμβαίνω
- interventricular foramen => Ενδοκοιλιακή επικοινωνία
Definitions and Meaning of interviewing in English
interviewing (n.)
The act or custom of holding an interview or interviews.
FAQs About the word interviewing
συνέντευξη
The act or custom of holding an interview or interviews.
τοπογραφία.,Καμβάς,Καταμετρώντας,δημοσκόπηση,ερώτηση,αιτώντας,κυκλοφορώντας,συναίσθημα (έξω),ανάκριση,ηχητικός (έξω)
αναφορά
interviewer => συνεντευξιαστής, interviewee => ο ερωτώμενος, interview => συνέντευξη, intervertebral vein => φλέβα μεσοσπονδύλου, intervertebral disk => Μεσοσπονδύλιος δίσκος,