Greek Meaning of insurance company
ασφαλιστική εταιρεία
Other Greek words related to ασφαλιστική εταιρεία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of insurance company
- insurance claim => αίτημα αποζημίωσης ασφάλισης
- insurance broker => Ασφαλιστικός μεσίτης
- insurance agent => Ασφαλιστικός πράκτορας
- insurance => ασφάλιση
- insurable interest => Ασφαλίσιμο συμφέρον
- insurable => ασφαλίσιμος
- insurability => ασφαλισιμότητα
- insuppressive => μη κατασταλτικός
- insuppressible => καταπιεστικός
- insupposable => απίθανο
- insurance coverage => Ασφαλιστική κάλυψη
- insurance firm => Ασφαλιστική εταιρεία
- insurance policy => ασφαλιστήριο συμβόλαιο
- insurance premium => Ασφάλιστρο
- insurance underwriter => Ασφαλιστής
- insurancer => ασφαλιστική
- insurant => ασφαλισμένος
- insure => ασφαλίζω
- insured => ασφαλισμένος
- insured person => ασφαλισμένος
Definitions and Meaning of insurance company in English
insurance company (n)
a financial institution that sells insurance
FAQs About the word insurance company
ασφαλιστική εταιρεία
a financial institution that sells insurance
No synonyms found.
No antonyms found.
insurance claim => αίτημα αποζημίωσης ασφάλισης, insurance broker => Ασφαλιστικός μεσίτης, insurance agent => Ασφαλιστικός πράκτορας, insurance => ασφάλιση, insurable interest => Ασφαλίσιμο συμφέρον,