Greek Meaning of instal
instal
Other Greek words related to instal
Nearest Words of instal
- install => εγκαθιστώ
- installation => εγκατάσταση
- installation charge => Χρέωση εγκατάστασης
- installed => εγκατεστημένο
- installing => εγκατάσταση
- installment => δόση
- installment buying => αγορά δόσεων
- installment credit => Δάνειο σε δόσεις
- installment debt => Δάνειο σε δόσεις
- installment loan => δάνειο δόσεων
Definitions and Meaning of instal in English
instal (v)
set up for use
put into an office or a position
place
FAQs About the word instal
Definition not available
set up for use, put into an office or a position, place
εγκαινιάζω,εισάγω,αρχίζω,βαπτίζω,εγκαθιστώ,επενδύσετε,λαμβάνω,Κάθισμα,αποδέχομαι,ομολογώ
μπορώ,τερματισμός,εκφόρτιση,φωτιά,απολύω
instableness => αστάθεια, instable => ασταθής, instability => αστάθεια, instabilities => αστάθειες, inst => Ινστιτούτο,