FAQs About the word ingurgitation

κατάποση

The act of swallowing greedily or immoderately; that which is so swallowed.

καταβροχθίζω,γουλιά,εισπνέω,λύκος,μπουλόνι,στοιβάζω,περίσσευμα,Καταπίνω,φαράγγι,Λαιμαργία

διαλέγω,μπουκιά,ράμφισμα

ingurgitate => καταπίνω, ingulfment => Κατάποση, ingulfing => Καταπίνω, ingulfed => Καταπίω, ingulf => Καταπίνω,