Greek Meaning of immunogenicity
Ανοσογονικότητα
Other Greek words related to Ανοσογονικότητα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of immunogenicity
- immunogenic => ανοσογόνος
- immunogen => ανοσογόνο
- immunofluorescence => ανοσοφθορισμός
- immunoelectrophoresis => ανοσοηλεκτροφόρηση
- immunodeficient => ανοσοανεπαρκής
- immunodeficiency => Ανοσοανεπάρκεια
- immunocompromised => ανοσοκατασταλμένος
- immunocompetent => ανοσοϊκανός
- immunocompetence => Ανοσοικανότητα
- immunochemistry => ανοσοχημεία
- immunoglobulin => Ανοσοσφαιρίνη
- immunoglobulin a => Ανοσοσφαιρίνη Α
- immunoglobulin d => Ανοσοσφαιρίνη D
- immunoglobulin e => Ανοσοσφαιρίνη Ε
- immunoglobulin g => Ανοσοσφαιρίνη G
- immunoglobulin m => Ανοσοσφαιρίνη M
- immunohistochemistry => ανοσοϊστοχημεία
- immunologic => ανοσολογικό
- immunologic response => ανοσοαπόκριση
- immunological => ανοσολογικός
Definitions and Meaning of immunogenicity in English
immunogenicity (n)
the property of eliciting an immune response
FAQs About the word immunogenicity
Ανοσογονικότητα
the property of eliciting an immune response
No synonyms found.
No antonyms found.
immunogenic => ανοσογόνος, immunogen => ανοσογόνο, immunofluorescence => ανοσοφθορισμός, immunoelectrophoresis => ανοσοηλεκτροφόρηση, immunodeficient => ανοσοανεπαρκής,