Greek Meaning of identifiably

ταυτοποιήσιμος

Other Greek words related to ταυτοποιήσιμος

Definitions and Meaning of identifiably in English

Wordnet

identifiably (r)

in an identifiable manner

FAQs About the word identifiably

ταυτοποιήσιμος

in an identifiable manner

διακρίνω,βρίσκω,εντοπίζω,Εντοπίζω,καθορίζω,Διαγνώσκω,δάχτυλο,id,Διερευνώ,αναγνωρίζω

καμουφλάζ,κρύβω,μεταμφίεση,κρύβω,προσομοιώνω,προσποιούμαι,πλαστό,απάτη

identifiable => αναγνωρίσιμος, identicalness => ταυτότητα, identically => πανομοιότυπα, identical twin => Ομοζυγωτικά δίδυμα, identical => ταυτόσημος,