Greek Meaning of honey-mouthed
μελιστάλακτος
Other Greek words related to μελιστάλακτος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of honey-mouthed
- honeypot => Μελόχορτο
- honey-scented => με άρωμα από μέλι
- honeystone => Μελίπαστος
- honeysucker => Μελιδοφάγος
- honeysuckle => Αδράχτι
- honeysuckle family => Caprifoliaceae Juss.
- honeysuckled => αρωματισμένο με αρωματικό κισσό
- honey-sweet => Γλυκό σαν μέλι
- honey-tongued => Μελιστάλαχτος
- honeyware => Μελό-εργαλεία
Definitions and Meaning of honey-mouthed in English
honey-mouthed (a.)
Soft to sweet in speech; persuasive.
FAQs About the word honey-mouthed
μελιστάλακτος
Soft to sweet in speech; persuasive.
No synonyms found.
No antonyms found.
honeymooner => νεόνυμφος, honeymoon resort => Θέρετρο μήνα του μέλιτος, honeymoon => Μήνας του μέλιτος, honeylike => σαν μέλι, honeyless => άνυδρος,