Greek Meaning of home-speaking
μητρική γλώσσα
Other Greek words related to μητρική γλώσσα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of home-speaking
- homesickness => Νοσταλγία
- homesick => νοσταλγία
- home-school => Εκπαίδευση στο σπίτι
- homeroom => Αίθουσα Ομαδικών Συζητήσεων
- homeric => ομηρικός
- homer thompson => Χόμερ Τόμσον
- homer armstrong thompson => Όμηρος Άρμστρονγκ Τόμσον
- homer a. thompson => Όμηρος Α. Τόμσον
- homer => Όμηρος
- homepage => αρχική σελίδα
Definitions and Meaning of home-speaking in English
home-speaking (n.)
Direct, forcible, and effective speaking.
FAQs About the word home-speaking
μητρική γλώσσα
Direct, forcible, and effective speaking.
No synonyms found.
No antonyms found.
homesickness => Νοσταλγία, homesick => νοσταλγία, home-school => Εκπαίδευση στο σπίτι, homeroom => Αίθουσα Ομαδικών Συζητήσεων, homeric => ομηρικός,