FAQs About the word hewn

λαξευμένο

cut or shaped with hard blows of a heavy cutting instrument like an ax or chiselof Hew, Felled, cut, or shaped as with an ax; roughly squared; as, a house built

έπεσε,Κουρεύω,Κόβω (ένα δέντρο),κόβω (κάτω),μπουλντόζα,ισοπεδώνω,επίπεδο,κατεδάφισε,κατεδαφίζω

πτώση,χαλαρώνω,σταγόνα

hewing => υλοτομία, hewhole => το σύνολο, hewer => ξυλοκόπος, hewed => σκαλισμένο, hewe => εδώ,