FAQs About the word herby

χορτώδης

Having the nature of, pertaining to, or covered with, herbs or herbage.

μπαχαρικό,καρύκευμα,άρωμα,νόστιμο,καρύκευμα,λιχουδιά,σάλτσα

No antonyms found.

herb-women => βοτανογυναίκες, herb-woman => βοτανογυναίκα, herbs robert => Κοτυληδόνη, herbs mercury => Φυλλοδένδρι, herbous => βοτανώδης,