Greek Meaning of helical

ελικοειδής

Other Greek words related to ελικοειδής

Definitions and Meaning of helical in English

Wordnet

helical (s)

in the shape of a coil

Webster

helical (a.)

Of or pertaining to, or in the form of, a helix; spiral; as, a helical staircase; a helical spring.

FAQs About the word helical

ελικοειδής

in the shape of a coilOf or pertaining to, or in the form of, a helix; spiral; as, a helical staircase; a helical spring.

σπείρα,περιέλιξη,κυκλικός,περιτύλιγμα,τιρμπουσόν,καμπυλώνω,curling,εξελιγμένη,Σπειροειδής,στριφογυριστός

γραμμικός,δεξιά,ίσιος,γραμμικός

helianthus tuberosus => Ηλίανθος ο κονδυλώδης, helianthus petiolaris => Ηλίανθος, helianthus maximilianii => Ηλίανθος ο μεγιστομιλιανός, helianthus laetiflorus => Ηλίανθος ο αιγαιοφύλλους, helianthus giganteus => Ηλίανθος,