Greek Meaning of heartstricken
θλιβερός
Other Greek words related to θλιβερός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of heartstricken
- heartstrike => έμφραγμα του μυοκαρδίου
- heartstring => τρυφερό σημείο
- heartstrings => χορδές της καρδιάς
- heartstruck => κακομοίρης
- heartswelling => συγκινητικός
- heartthrob => Κατακτητής
- heart-to-heart => από καρδιάς σε καρδιά
- heartwarming => θερμαντικός για την καρδιά
- heart-whole => ολόψυχα
- heartwood => Πυρήνας ξύλου
Definitions and Meaning of heartstricken in English
heartstricken (a.)
Shocked; dismayed.
FAQs About the word heartstricken
θλιβερός
Shocked; dismayed.
No synonyms found.
No antonyms found.
heart-spoon => κουταλάκι σε σχήμα καρδιάς, heartsome => εγκάρδιος, heartsickness => Καρδιοπάθεια, heartsick => με σπασμένη καρδιά, heart-shaped => Σε σχήμα καρδιάς,