FAQs About the word harp (on)

άρπα

to talk about (a subject) constantly or repeatedly in an annoying way

εστιάζω σε,τονίζω,πληρώστε (πάνω),σημείο (επάνω),προφορά,στρες,υπογραμμίζω,υπογραμμίζω,υπογράμμιση

αδιαφορία,ξεχάσω,παραβλέπω,προσπερνώ,ελαφρύ,γέφυρα,μιλάω ασαφώς

harnesses => ζυγούς, harm's way => κίνδυνος, harms => βλάβες, harmonizing (with) => εναρμονιζόμενος (με), harmonized (with) => Αρμονισμένο (με),