FAQs About the word get at

πιάσω

reach or gain access to, influence by corruption, cause annoyance in; disturb, especially by minor irritations

Δωροδοκεῖν,Λιπαίνω το χέρι,Λαδώνω την παλάμη,ξεπληρώνω,δωροδοκία,αγοράζω,δωροδοκώ,έχω,Τετράγωνο

No antonyms found.

get around to => κατορθώνω να κάνω κάτι, get around => τα βγάζω πέρα, get along with => τα πηγαίνω καλά με, get along => Τα πάω καλά, get ahead => προχωρώ,