Greek Meaning of gazebo
Περίπτερο
Other Greek words related to Περίπτερο
Nearest Words of gazebo
Definitions and Meaning of gazebo in English
gazebo (n)
a small roofed building affording shade and rest
FAQs About the word gazebo
Περίπτερο
a small roofed building affording shade and rest
περίπτερο,εξώστης,Καζίνο,Περίπτερο,Παρατηρητήριο,εξοχικό,Πλέγμα
No antonyms found.
gaze => Ματιά, gazania rigens => Γαζάνια η ακτινωτή, gazania => Γαζάνια, gaza strip => Λωρίδα της Γάζας, gaza => Λωρίδα της Γάζας,