FAQs About the word gapingstock

περίγελος

One who is an object of open-mouthed wonder.

No synonyms found.

No antonyms found.

gaping => χασμουρητό, gapeworm => Χάσπια ή σχιστόμορφος ή δίτιος ή χασμώδης ή έλμινθος του περιστεριού, gapesing => χασμουρητό, gapeseed => Σπόρος σταφυλιού, gaper => χασμουρητό,