Greek Meaning of freeload
τσιμπαδόρος
Other Greek words related to τσιμπαδόρος
Nearest Words of freeload
- free-living => ελεύθερα ζωντανός
- free-liver => ελεύθερο ήπαρ
- freelancer => ελεύθερος επαγγελματίας
- free-lance => ανεξάρτητος επαγγελματίας
- freelance => σε ελεύθερο επάγγελμα
- freeing => απελευθερωτικό
- freeholder => Ιδιοκτήτης
- freehold => ελεύθερη ιδιοκτησία
- free-hearted => γενναιόδωρος
- freehearted => γενναιόδωρος
Definitions and Meaning of freeload in English
freeload (v)
live off somebody's generosity
FAQs About the word freeload
τσιμπαδόρος
live off somebody's generosity
ικετεύω,τζαμπατζής,σφουγγάρι,εκμεταλλεύομαι,βδέλλα,χρήση
No antonyms found.
free-living => ελεύθερα ζωντανός, free-liver => ελεύθερο ήπαρ, freelancer => ελεύθερος επαγγελματίας, free-lance => ανεξάρτητος επαγγελματίας, freelance => σε ελεύθερο επάγγελμα,