FAQs About the word forwardly

μπροστά

Eagerly; hastily; obtrusively.

κατά μήκος,εμπρός,προς τα εμπρός,εμπρός,εξής,μπροστά,σε,πριν,εμπρός,μπροστά

Επιστροφή‌,οπισθοδρομικός,ανάποδα,πίσω,πίσω,προς τα πίσω

forward-looking => προοπτικός, forwarding => προώθηση, forwarder => μεταφορέας, forwarded => προωθημένο, forward passer => επιθετικός,