Greek Meaning of forwardly
μπροστά
Other Greek words related to μπροστά
Nearest Words of forwardly
Definitions and Meaning of forwardly in English
forwardly (adv.)
Eagerly; hastily; obtrusively.
FAQs About the word forwardly
μπροστά
Eagerly; hastily; obtrusively.
κατά μήκος,εμπρός,προς τα εμπρός,εμπρός,εξής,μπροστά,σε,πριν,εμπρός,μπροστά
Επιστροφή,οπισθοδρομικός,ανάποδα,πίσω,πίσω,προς τα πίσω
forward-looking => προοπτικός, forwarding => προώθηση, forwarder => μεταφορέας, forwarded => προωθημένο, forward passer => επιθετικός,