Greek Meaning of field corn
Αρδευόμενο καλαμπόκι
Other Greek words related to Αρδευόμενο καλαμπόκι
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of field corn
- field coil => Πηνίο πεδίου
- field chickweed => Τριάνταλλος
- field chamomile => χαμομήλι
- field capacity => Ωφέλιμη υδατοχωρητικότητα εδάφους
- field brome => Αιγοβρόμη η αρουραία
- field bindweed => Λειμωνόχορτο
- field bean => Βάρος
- field balm => Βάλσαμο πεδίου
- field artillery => Πυροβολικό πεδίου
- field => πεδίο
Definitions and Meaning of field corn in English
field corn (n)
corn grown primarily for animal feed or market grain
FAQs About the word field corn
Αρδευόμενο καλαμπόκι
corn grown primarily for animal feed or market grain
No synonyms found.
No antonyms found.
field coil => Πηνίο πεδίου, field chickweed => Τριάνταλλος, field chamomile => χαμομήλι, field capacity => Ωφέλιμη υδατοχωρητικότητα εδάφους, field brome => Αιγοβρόμη η αρουραία,