Greek Meaning of federalization
ομοσπονδιακοποίηση
Other Greek words related to ομοσπονδιακοποίηση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of federalization
- federalist party => Φεντεραλιστικό Κόμμα
- federalist => ομοσπονδιστής
- federalism => ομοσπονδιακό σύστημα
- federalise => ομοσπονδοποιώ
- federalisation => ομοσπονδιοποίηση
- federal trade commission => Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου
- federal tax lien => Ομοσπονδιακό φορολογικό προνομιακό δικαίωμα
- federal soldier => Ομοσπονδιακός στρατιώτης
- federal security service => Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας
- federal security bureau => Ομοσπονδιακό γραφείο ασφαλείας
- federalize => ομοσπονδοποιώ
- federalized => ομοσπονδοποιημένο
- federalizing => Ομοσπονδιοποίηση
- federally => ομοσπονδιακά
- federary => ομοσπονδία
- federate => Ομοσπονδιακό
- federated => ομοσπονδιακός
- federated states of micronesia => Ομόσπονδες Πολιτείες της Μικρονησίας
- federation => ομοσπονδία
- federation of malaysia => Ομοσπονδία της Μαλαισίας
Definitions and Meaning of federalization in English
federalization (n)
the state of being under federal control
the act of being put under federal control
FAQs About the word federalization
ομοσπονδιακοποίηση
the state of being under federal control, the act of being put under federal control
No synonyms found.
No antonyms found.
federalist party => Φεντεραλιστικό Κόμμα, federalist => ομοσπονδιστής, federalism => ομοσπονδιακό σύστημα, federalise => ομοσπονδοποιώ, federalisation => ομοσπονδιοποίηση,