FAQs About the word faugh

φου

An exclamation of contempt, disgust, or abhorrence.

μπου,αρουραίοι,ουάι,ξύ,αχ,φεῦ,φου,Φτου,φου,κακά

νιαμ-νιαμ

faucial tonsil => Αμυγδαλές, faucial => φαρυγγική, fauchion => φαλσέτα, faucet => βρύση, fauces => φάρυγγας,