Greek Meaning of falsification
πλαστογραφία
Other Greek words related to πλαστογραφία
- παραμόρφωση
- υπερβολή
- κατασκευή
- ψεύδος
- Ψέμα
- παραπληροφόρηση
- αναπαράσταση
- ανακριβής δήλωση
- αμφισημία
- δυσφήμηση
- Διασάφηση
- μύθος
- Παραμύθι
- αναλήθεια
- ψέμα
- φαντασία
- μισή αλήθεια
- συκοφαντία
- ψέμα
- ανακριβής αναφορά
- Λοξότητα
- επιορκία
- Πρόφαση
- προφάσεις
- συκοφαντία
- ιστορία
- παραμύθι
- Ταραντέλλα
- Ανοησία
- ψέμα
- ψευδάρα
- μπλόφα
- πάπια
- παραλογισμός
- μούφα
- Παρανόηση
- μύθος
- ανοησία
- Πόζα
- Πρόφαση
Nearest Words of falsification
Definitions and Meaning of falsification in English
falsification (n)
any evidence that helps to establish the falsity of something
a willful perversion of facts
the act of rendering something false as by fraudulent changes (of documents or measures etc.) or counterfeiting
the act of determining that something is false
falsification (n.)
The act of falsifying, or making false; a counterfeiting; the giving to a thing an appearance of something which it is not.
Willful misstatement or misrepresentation.
The showing an item of charge in an account to be wrong.
FAQs About the word falsification
πλαστογραφία
any evidence that helps to establish the falsity of something, a willful perversion of facts, the act of rendering something false as by fraudulent changes (of
παραμόρφωση,υπερβολή,κατασκευή,ψεύδος,Ψέμα,παραπληροφόρηση,αναπαράσταση,ανακριβής δήλωση,αμφισημία,δυσφήμηση
γεγονός,ειλικρίνεια,επαλήθευση,Επαλήθευση,επιβεβαίωση,ειλικρίνεια,αλήθεια,αλήθεια,επικύρωση,αλήθεια
falsifiable => διαψεύσιμη, falsie => μασκαρετες, falsicrimen => ψευδής κατηγορία, falsettos => Φάλτσετο, falsetto => φαλτσέτο,