Greek Meaning of extraught
εκχύλισμα
Other Greek words related to εκχύλισμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of extraught
- extratropical => εξωτροπικός
- extraterritoriality => εξωεδαφικότητα
- extraterritorial => εξωεδαφικός
- extraterrestrial object => Εξωγήινο αντικείμενο
- extraterrestrial being => Εξωγήινο ον
- extraterrestrial => εξωγήινος
- extrasystolic => εξωσυστολικός
- extrasystole => Εξωσυστολή
- extrastapedial => επιδοκάριον
- extrasensory perception => εξωαισθητηριακή αντίληψη
Definitions and Meaning of extraught in English
extraught (p. p.)
Extracted; descended.
FAQs About the word extraught
εκχύλισμα
Extracted; descended.
No synonyms found.
No antonyms found.
extratropical => εξωτροπικός, extraterritoriality => εξωεδαφικότητα, extraterritorial => εξωεδαφικός, extraterrestrial object => Εξωγήινο αντικείμενο, extraterrestrial being => Εξωγήινο ον,