Greek Meaning of esophageal
οισοφαγικός
Other Greek words related to οισοφαγικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of esophageal
- esophageal reflux => γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
- esophageal smear => Ενδοσκόπηση οισοφάγου
- esophageal veins => Οι φλέβες του οισοφάγου
- esophagean => οισοφαγικός
- esophagitis => Οισοφαγίτιδα
- esophagogastric junction => Γαστροοισοφαγική συμβολή
- esophagoscope => Οισοφαγοσκόπιο
- esophagotomy => Οισοφαγοτομή
- esophagus => Οισοφάγος
- esopian => αισωπικός
Definitions and Meaning of esophageal in English
esophageal (a)
relating to the esophagus
esophageal (a.)
Pertaining to the esophagus.
FAQs About the word esophageal
οισοφαγικός
relating to the esophagusPertaining to the esophagus.
No synonyms found.
No antonyms found.
esophagal => οισοφαγικός, esop => πρόγραμμα μετοχικών κινήτρων, esodic => εσωδικός, esocidae => Λούτσοι, esnecy => Δεν υπάρχει μετάφραση,