Greek Meaning of epidendron
Επιδένδρον
Other Greek words related to Επιδένδρον
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of epidendron
- epidemy => επιδημία
- epidemiology => Επιδημιολογία
- epidemiologist => Επιδημιολόγος
- epidemiological => επιδημιολογικός
- epidemiologic => επιδημιολογικός
- epidemiography => Επιδημιογραφία
- epidemically => επιδημικά
- epidemical => επιδημικός
- epidemic roseola => Έκτο
- epidemic pleurodynia => Επιδημική πλευροδυνία
- epidendrum => Επίδενδρο
- epidendrum tampense => Epidendrum tampense
- epidendrum venosum => Epidendrum venosum
- epiderm => Επιδermίδα
- epidermal => επιδερμικός
- epidermal cell => Επιδερμικό κύτταρο
- epidermatic => Επιδερμικός
- epidermatoid => επιδερμοειδής
- epidermeous => επιδερμικός
- epidermic => επιδερμικός
Definitions and Meaning of epidendron in English
epidendron (n)
any of various orchids of the genus Epidendrum
FAQs About the word epidendron
Επιδένδρον
any of various orchids of the genus Epidendrum
No synonyms found.
No antonyms found.
epidemy => επιδημία, epidemiology => Επιδημιολογία, epidemiologist => Επιδημιολόγος, epidemiological => επιδημιολογικός, epidemiologic => επιδημιολογικός,