Greek Meaning of epidemiography
Επιδημιογραφία
Other Greek words related to Επιδημιογραφία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of epidemiography
- epidemically => επιδημικά
- epidemical => επιδημικός
- epidemic roseola => Έκτο
- epidemic pleurodynia => Επιδημική πλευροδυνία
- epidemic parotitis => επιδημική παρωτίτιδα
- epidemic myalgia => Επιδημική μυαλγία
- epidemic meningitis => Επιδημική Μηνιγγίτιδα
- epidemic hysertia => Επιδημική υστερία
- epidemic encephalitis => Επιδημική εγκεφαλίτιδα
- epidemic disease => Επιδημική νόσος
- epidemiologic => επιδημιολογικός
- epidemiological => επιδημιολογικός
- epidemiologist => Επιδημιολόγος
- epidemiology => Επιδημιολογία
- epidemy => επιδημία
- epidendron => Επιδένδρον
- epidendrum => Επίδενδρο
- epidendrum tampense => Epidendrum tampense
- epidendrum venosum => Epidendrum venosum
- epiderm => Επιδermίδα
Definitions and Meaning of epidemiography in English
epidemiography (n.)
A treatise upon, or history of, epidemic diseases.
FAQs About the word epidemiography
Επιδημιογραφία
A treatise upon, or history of, epidemic diseases.
No synonyms found.
No antonyms found.
epidemically => επιδημικά, epidemical => επιδημικός, epidemic roseola => Έκτο, epidemic pleurodynia => Επιδημική πλευροδυνία, epidemic parotitis => επιδημική παρωτίτιδα,