Greek Meaning of einthoven
Einthoven
Other Greek words related to Einthoven
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of einthoven
- einstein's theory of relativity => Η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν
- einstein's special theory of relativity => Η ειδική θεωρία της σχετικότητας του Einstein
- einstein's general theory of relativity => Γενική θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν
- einsteinium => αϊνστάινιο
- einsteinian => αϊνσταϊνική
- einstein => Αϊνστάιν
- eindhoven => Αϊντχόφεν
- eimeriidae => Eimeriidae
- eimeria => ειμέρια
- eileen farrell => Eileen Farrell
Definitions and Meaning of einthoven in English
einthoven (n)
Dutch physiologist who devised the first electrocardiograph (1860-1927)
FAQs About the word einthoven
Einthoven
Dutch physiologist who devised the first electrocardiograph (1860-1927)
No synonyms found.
No antonyms found.
einstein's theory of relativity => Η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, einstein's special theory of relativity => Η ειδική θεωρία της σχετικότητας του Einstein, einstein's general theory of relativity => Γενική θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, einsteinium => αϊνστάινιο, einsteinian => αϊνσταϊνική,