Greek Meaning of edenic
παραδεισένιος
Other Greek words related to παραδεισένιος
- Κήπος της Εδέμ
- ουρανός
- παράδεισος
- ουτοπία
- Κάμελοτ
- Κωκαΐνη
- Ηλύσια Πεδία
- Χώρα φαντασίας
- Νέα Ιερουσαλήμ
- Nirvana
- γη της επαγγελίας
- Σάνγκρι-Λα
- Σιών
- Χώρα των Θαυμάτων
- Σιών
- Αρκαδία
- μακαριότητα
- Μακαριότητα
- Νόμος του ονείρου
- Κόσμος των ονείρων
- εμπειρικός
- ευφορία
- Νεραϊδότοπος
- χαρά
- Η Χώρα των Λωτών
- Χώρα του Ποτέ
Nearest Words of edenic
Definitions and Meaning of edenic in English
edenic (a.)
Of or pertaining to Eden; paradisaic.
FAQs About the word edenic
παραδεισένιος
Of or pertaining to Eden; paradisaic.
Κήπος της Εδέμ,ουρανός,παράδεισος,ουτοπία,Κάμελοτ,Κωκαΐνη,Ηλύσια Πεδία,Χώρα φαντασίας,Νέα Ιερουσαλήμ,Nirvana
Δυστοπία,κόλαση,Αντιουτοπία,Παράδεισος των ηλιθίων
eden => Εδέμ, edematous => οιδηματώδης, edematose => οιδηματώδης, edema => οίδημα, edelweiss => edelvais,