Greek Meaning of ecuadoran
Ισημερινός
Other Greek words related to Ισημερινός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of ecuadoran
- ecuadoran monetary unit => Νομισματική μονάδα του Εκουαδόρ
- ecuadorian => ισημερινός
- ecumenic => οικουμενικός
- ecumenical => οικουμενικός
- ecumenical council => Οικουμενική σύνοδος
- ecumenical movement => Οικουμενικό κίνημα
- ecumenicalism => οικουμενισμός
- ecumenicism => οικουμενισμός
- ecumenism => Οικουμενισμός
- ecurie => στάβλος
Definitions and Meaning of ecuadoran in English
ecuadoran (n)
a native or inhabitant of Ecuador
FAQs About the word ecuadoran
Ισημερινός
a native or inhabitant of Ecuador
No synonyms found.
No antonyms found.
ecuador => Ισημερινός, ectypography => Εκτύπωση, ectype => εκτύπωμα, ectypal => υλοποιητικός, ectrotic => (εκτροπικός),