Greek Meaning of ectypal
υλοποιητικός
Other Greek words related to υλοποιητικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of ectypal
- ectype => εκτύπωμα
- ectypography => Εκτύπωση
- ecuador => Ισημερινός
- ecuadoran => Ισημερινός
- ecuadoran monetary unit => Νομισματική μονάδα του Εκουαδόρ
- ecuadorian => ισημερινός
- ecumenic => οικουμενικός
- ecumenical => οικουμενικός
- ecumenical council => Οικουμενική σύνοδος
- ecumenical movement => Οικουμενικό κίνημα
Definitions and Meaning of ectypal in English
ectypal (a.)
Copied, reproduced as a molding or cast, in contradistinction from the original model.
FAQs About the word ectypal
υλοποιητικός
Copied, reproduced as a molding or cast, in contradistinction from the original model.
No synonyms found.
No antonyms found.
ectrotic => (εκτροπικός), ectropium => Εκτρόπιο, ectropion => Ektropi, ectrodactyly => εκτροδακτυλία, ectozoon => εξωπαράσιτο,