Greek Meaning of dwarf elm
Πτελέα η δασύφυλλος
Other Greek words related to Πτελέα η δασύφυλλος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of dwarf elm
- dwarf dandelion => Νάνος πικραλίδα
- dwarf daisy => Νάνος μαργαρίτα
- dwarf cornel => Αιγώνιον
- dwarf chinquapin oak => Δρυς χειμωνια
- dwarf chinkapin oak => Χαμηλή βελανιδιά
- dwarf chestnut => καστανιά νάνος
- dwarf cape gooseberry => Χρυσόμηλο νάνο
- dwarf buffalo => Νάνος βούβαλος
- dwarf buckeye => Άγριο κάστανο
- dwarf blueberry => μύρτιλλος
- dwarf flowering almond => νάνος αμυγδαλιά
- dwarf golden chinkapin => Χρυσοκάστανο νάνο
- dwarf gray willow => Γκρίζα ιτιά νάνος
- dwarf grey willow => Τουρκική γκρίζα ιτιά
- dwarf hulsea => Χουλσέα η νάνα
- dwarf iris => Ίριδα νάνος
- dwarf juniper => Αρκεύθου το κοινόν
- dwarf lycopod => Νάνος λυκόποδας
- dwarf maple => Νάνος ιαπωνικός σφένδαμος
- dwarf mountain pine => Αλπικό πεύκο
Definitions and Meaning of dwarf elm in English
dwarf elm (n)
fast-growing shrubby Asian tree naturalized in United States for shelter or ornament
FAQs About the word dwarf elm
Πτελέα η δασύφυλλος
fast-growing shrubby Asian tree naturalized in United States for shelter or ornament
No synonyms found.
No antonyms found.
dwarf dandelion => Νάνος πικραλίδα, dwarf daisy => Νάνος μαργαρίτα, dwarf cornel => Αιγώνιον, dwarf chinquapin oak => Δρυς χειμωνια, dwarf chinkapin oak => Χαμηλή βελανιδιά,