Greek Meaning of disserted
εγκαταλελειμμένο
Other Greek words related to εγκαταλελειμμένο
Nearest Words of disserted
Definitions and Meaning of disserted in English
disserted
to speak or write at length
FAQs About the word disserted
εγκαταλελειμμένο
to speak or write at length
εκτεθεί,απαγγέλθηκε,κήρυξε,απαγγειλε,μίλησε,διδάσκω,προφορικός,καταχράστηκε την εξουσία του,μονολογούσε,είπε
No antonyms found.
dissertations => διατριβές, dissents => διαφωνίες, dissentions => διαφωνίες, dissention => διαφωνία, dissent (to) => Διαφωνώ (με),